Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐρημοτοπία
1 εγγραφή
ερημοτοπία η.
  • Τόπος ακατοίκητος, ερημιά:
    • εφθάσασιν εις ερημοτοπίαν (Καλλίμ. 78).

[<επίθ. έρημος + ουσ. τόπος. Πβ. λ. ερημοτόπιον (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες