Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερημοτοπία η.
-
- Τόπος ακατοίκητος, ερημιά:
- εφθάσασιν εις ερημοτοπίαν (Καλλίμ. 78).
[<επίθ. έρημος + ουσ. τόπος. Πβ. λ. ερημοτόπιον (LBG)]
- Τόπος ακατοίκητος, ερημιά:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. έρημος + ουσ. τόπος. Πβ. λ. ερημοτόπιον (LBG)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |