Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐρημάνθρωπος
1 εγγραφή
ερημάνθρωπος, επίθ.
  • Που είναι έρημος από ανθρώπους:
    • τόπον … ερημάνθρωπον (Καλλίμ. 1268).

[<επίθ. έρημος + ουσ. άνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες