Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτροπικώς, επίρρ.
-
- Με εντολή, με πληρεξουσιότητα:
- είδησιν εδόθη μου εμένα επιτροπικώς ως αδελφός και μέτοχος του μοναστηρίου (Ιερόθ. Αββ. 337).
[<επίθ. επιτροπικός. Η λ. το 14. αι. (LBG) και στο Somav.]
- Με εντολή, με πληρεξουσιότητα: