Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐπιστηρίζω
1 εγγραφή
επιστηρίζω.
  • Στηρίζω:
    • (Ψευδο-Σφρ. 5025).

[μτγν. επιστηρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες