Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐξόδιον
1 εγγραφή
εξόδιον το· ξόδι(ν).
  • 1) Κηδεία:
    • άντις για ξόδι θλιβερόν, γάμον χαριτωμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [91]).
  • 2) (Στον πληθ.) έξοδος:
    • (Δούκ. 6514).

[αρχ. ουσ. εξόδιον. Ο τ. (ι) στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες