Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐξοδιάζω
1 εγγραφή
εξοδιάζω· ξοδιάζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Ξοδεύω:
        • τα εξοδίασεν όλα του τα πράγματα εις φαν και πιείν (Ασσίζ. 1638
        • (με σύστ. αντικ.):
          • (Ασσίζ. 22220
        • (μεταφ.):
          • γι’ αύτην δεν ξοδιάζεις θρήνους (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1086]).
      • 2) (Προκ. για τη ζωή, τον καιρό) ξοδεύω, περνώ:
        • την ζην μου εξόδιασα στα βάρη (Κυπρ. ερωτ. 13110).
      • 3) Βάζω κάπ. σε έξοδα:
        • Φίλον τόν δείχνει και πονεί, γοργόν τον εξοδιάζει (Απόκοπ. 269).
      • 4) Ξεπουλώ:
        • φαρίν είχε να πωλήσει και να το εξοδιάσει (Πτωχολ. Α 95).
      • 5) Χρησιμοποιώ:
        • ως θέλεις μασε ξόδιασε κι ως έναι η όρεξή σου (Φορτουν. Ιντ. γ´ 154).
      • 6) Μεταφέρω (νεκρό) στον τόπο ταφής, κηδεύω:
        • σαβανωμένοι και καλά ψαλμένοι, εξοδιασμένοι (Γεωργηλ., Θαν. 603).
    • Β´ (Αμτβ.) κάνω έξοδα:
      • Θωρείτε οι ακριβοί πώς ξοδιάζουν περίτου παρά τους φτηνούς! (Μαχ. 43621).
  • II. (Μέσ.) θυσιάζομαι:
    • είμαι ότοιμος να ξοδιαστώ όλος για την τιμήσ σας (Κυπρ. ερωτ. 1336).

[μτγν. εξοδιάζω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες