Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐξά
207 εγγραφές [1 - 10]
εξά η· εξιά· ’ξα· ’ξιά.
  • 1)
    • α) Εξουσία, δύναμη:
      • μην πάρουσι τσι χώρες σου και την εξά σου χάσεις (Ερωτόκρ. Ε´ 173
      • με την ρηγατικήν εξά, που ’τρεμε το παλάτι (Ερωτόκρ. Δ´ 1312
    • β) φρ. έχω στην εξιά μου = διαθέτω:
      • (Κατζ. Β´ 194).
  • 2)
    • α) Αυτοκυριαρχία:
      • εμπήκες σ’ έτοια παιδωμή κι ήχασες την εξά σου; (Ερωτόκρ. Α´ 910
    • β) φρ. δεν είμαι άξιος τσ’ εξάς μου = δεν εξουσιάζω, δεν ορίζω τον εαυτό μου:
      • (Ερωτόκρ. Γ´ 515).
  • 3)
    • α) Εξουσία· δικαίωμα:
      • μ’ όλο που ’χεις την εξά να πάρεις τη ζωή μου (Ερωτόκρ. Γ´ 89
    • β) πληρεξουσιότητα, εντολή:
      • εσένα δίδω την εξά το πράμα να τελειώσεις (Πανώρ. Ε´ 269· Φορτουν. Ιντ. α´ 156).

[<ουσ. εξουσία. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]

εξαγανακτώ.
  • Αγανακτώ, οργίζομαι για κ.:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 21).

[μτγν. εξαγανακτέω]

εξάγιον το· αξάγι· ’ξάγι.
  • 1)
    • α) Μέτρο βάρους για πράγματα αξίας, λ.χ. αρωματικές ουσίες και φαρμακευτικά υλικά, ίσο περίπου με 4,5 γρ. (Schilbach 1970: 183, Πετρόπουλος, ΕΛΑ 7, 1952, 71):
      • γαρόφαλα μισό ’ξάγι (Σταφ., Ιατροσ. 13350
      • κόστον εξάγιον α´ κόκκους ς´ (Ιερακοσ. 38626
    • β) προκ. για το σίκλο, μονάδα βάρους των Εβραίων:
      • ήτον το μάλαμα … εικοσιεννιά καντάρια και εφτακόσια τράντα ’ξάγια (Πεντ. Έξ. XXXVIII 24
      • είκοσι ξυλόκουκκα το ’ξάγι (Πεντ. Αρ. III 47
    • γ) εβραϊκό ασημένιο νόμισμα:
      • ασήμι τράντα ’ξάγια να δώσει (Πεντ. Έξ. ΧΧΙ 32).
  • 2) Μέτρο χωρητικότητας και βάρους για στερεούς καρπούς, ιδ. δημητριακά:
    • έξι αξάγια κουκκιά (Κατά ζουράρη 60).

[παλαιότ. ουσ. εξάγιον <λατ. exagium (4. αι., L‑S· βλ. και Soph., Meursius, LBG). Τ. εξάι και αξάι στο Somav. και σήμ. ιδιωμ., όπως και άλλοι τ. (Meyer, NS III 48, Πετρόπουλος, ό.π.). Ο τ. ξάγι και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, ό.π.)]

εξάγκανος ο.
  • Λ. πλαστή σε επωδή:
    • άγκανος, εξάγκανος (Σπανός B 217).

[<πρόθ. εκ + ουσ. άγκανος (βλ. ά.)]

εξαγκουσεύω· εξεγκουσεύω· ξεγκουσεύγω· ξεγκρουσεύγω· ξεκρουσεύγω.
  • Απαλλάσσω κάπ. από στενοχώρια, κίνδυνο, δυσάρεστη κατάσταση, κ.τ.ό., γλυτώνω, σώζω κάπ.:
    • να δει (ενν. ο Ρώκριτος) να πολεμού το φίλο και το ρήγα, ωσά γεράκι εχύθηκε … Γλυτώνει, ξεγκουσεύγει τσι (Ερωτόκρ. Δ´ 1181· Βυζ. Ιλιάδ. 557 (εξεγκουσεύσει, χφ σην· έκδ. εξεγκουρσεύσει)
    • (προκ. για πνευματική σωτηρία):
      • Η χάρη σου, μητέρα μας, να μασε ξεκρουσεύγει (Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 13
    • (μέσ.):
      • κι ανέν και δεν ξεγκουσευτώ …, θέλω γυρέψει τόπο κιας στου Χάρο την αγκάλη (Ροδολ. Α´ 495).

[<πρόθ. εκ + αγκουσεύω]

εξάγκωνα, επίρρ.· αξάγκωνα.
  • Με τα χέρια δεμένα πίσω, οπισθάγκωνα:
    • είδεν εκεί τον Βέλθανδρον εξάγκωνα δεμένον (Βέλθ. 878).

[<πρόθ. εκ + ουσ. αγκών ή <εξαγκωνίζω κατά το επίρρ. οπισθάγκωνα (βλ. λ.). Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 6. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

εξαγκωνιάζω· ’ξαγκωνιάζω.
  • Δένω κάπ. οπισθάγκωνα:
    • (Θρ. Κύπρ. Μ 359).

[<εξαγκωνίζω με επίδρ. ρ. σε ιάζω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ίζω)]

εξαγκωνίζω.
  • Δένω κάπ. οπισθάγκωνα:
    • (Βέλθ. 901).

[αρχ. εξαγκωνίζω. Τ. ’ξα‑ και αξα‑ σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

εξαγορά η· ’ξαγορά.
  • 1) Αντίτιμο·
    • έκφρ. εξαγορά σωμάτων = λύτρα:
      • (Ερμον. Υ 353).
  • 2) Απόκτηση πλήρους κυριότητας:
    • (Βαρούχ. 617).

[<εξαγοράζω. Η λ. και σήμ.]

εξαγοράζω· αξαγοράζω· ’ξαγοράζω.
  • 1) Αγοράζω:
    • (Βίος Αλ. 4606).
  • 2) Εξαγοράζω:
    • (Χρον. σουλτ. 10024
    • δεν είναι άξιος ο κόσμος όλος να εξαγοράσει μίαν ψυχήν ανθρώπου (Διγ. Άνδρ. 33736
    • (με σύστ. αντικ.):
      • (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVII 19).
  • 3) Πληρώνω για να πάρω πίσω κ. που έβαλα ενέχυρο:
    • (Κατζ. Β´ 199).
  • 4) Απελευθερώνω πληρώνοντας λύτρα:
    • (Κατζ. Δ´ 426
    • σκλάβος ήσουν εις την ηγή την Αίγυφτο και εξαγόρασέ σε ο κύριος ο Θεός σου (Πεντ. Δευτ. ΧV 15
    • (με σύστ. αντικ.):
      • (Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 20).
  • 5) Φρ. εξαγοράζω τον καιρό = εκμεταλλεύομαι τον καιρό:
    • (Αλφ. 1521).

[αρχ. εξαγοράζω. Ο τ. ’ξα‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...21   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες