Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντεροχορδοπλύτης ο.
-
- Αυτός που πλένει εντόσθια ζώων·
- (εδώ περιφρονητικά) άνθρωπος ανάξιος:
- γραμματικέ φιλόσοφε, εντεροχορδοπλύτα (Προδρ. III 273-56 χφ P κριτ. υπ).
- (εδώ περιφρονητικά) άνθρωπος ανάξιος:
[λ. πλαστή <ουσ. έντερο(ν) + χορδή + πλύτης]
- Αυτός που πλένει εντόσθια ζώων·



