Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαφρίτης ο.
-
- (Προκ. για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος:
- (Χρον. Μορ. P 1056).
[<επίθ. ελαφρός + κατάλ. ‑ίτης]
- (Προκ. για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. ελαφρός + κατάλ. ‑ίτης]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |