Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐλαφρίτης
1 εγγραφή
ελαφρίτης ο.
  • (Προκ. για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος:
    • (Χρον. Μορ. P 1056).

[<επίθ. ελαφρός + κατάλ. ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες