Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαία η· ελαιά· ελία· ελιά· ’λαία.
-
- 1) Ελαιόδεντρο:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 210).
- 2) Καρπός της ελιάς:
- Φαρίν εκαβαλίκεψεν κατάμαυρον ως ’λαίαν (Χρον. Τόκκων 229).
- 3) Ελιά του σώματος:
- τας εν τῃ ρινί ελαίας μελαίνας (Ιερακοσ. 34426).
- Ως προσωποπ.:
- έχω Ελαίαν την κυρά ηγουμένην (Πωρικ. I 45).
[αρχ. ουσ. ελαία. Ο τ. ελιά στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ’λαία και σήμ. ποντ.]
- 1) Ελαιόδεντρο:



