Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐκμετρῶ
1 εγγραφή
εκμετρώ.
  • Φρ. εκμετρώ το ζην = πεθαίνω:
    • (Ιστ. πολιτ. 5415).

[αρχ. εκμετρέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες