Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐκκλησίαρχος
1 εγγραφή
εκκλησίαρχος ο· ’κκλησάρχος, (Πιστ. βοσκ. IV 3, 150’κκλησιάρχος, (Πιστ. βοσκ. V 6, 9).
  • Επιστάτης εκκλησίας:
    • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 461).

[<ουσ. εκκλησιάρχης κατά τα ουσ. σε αρχος. Η λ. στο LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες