Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐγκαρδιακός
1 εγγραφή
εγκαρδιακός, επίθ.· αγκαρδιακός· γκαρδιακός.
  • α) (Προκ. για συγγ. πρόσωπο) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός:
    • οι αδελφοί του οι εγκαρδιακοί, οι από εκ μίας μήτρας (Περί ξεν. 147
  • β) (προκ. για φίλο) επιστήθιος, στενός, ειλικρινής:
    • φίλον καθάριον, γκαρδιακόν (Σαχλ. B´ P 89
  • γ) (προκ. για αφηρημένες έννοιες) βαθύς, αληθινός:
    • αγάπην είχα εγκαρδιακήν, κυρά μου, εις εσένα (Ερωτοπ. 620
    • εγκαρδιακή χαρά (Χριστ. διδασκ. 285).

[<επίθ. εγκάρδιος + κατάλ. ιακός. Ο τ. γκ‑ και σήμ. λαϊκ. Η λ. το 13. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες