Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐγκαλλωπίζω
1 εγγραφή
εγκαλλωπίζω.
  • Ομορφαίνω κ.:
    • τα μάτια … εγκαλλώπιζεν ερωτικά η κόρη (Λίβ. Esc. 2421).

[μτγν. εγκαλλωπίζομαι. Το ενεργ. τον 4. αι. (Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες