Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐγκάτοικος
1 εγγραφή
εγκάτοικος, επίθ.
  • Μόνιμος κάτοικος:
    • αθροίσας εκ των πέριξ χωρίων και πόλεων εγκατοίκους Τούρκους (Δούκ. 25111).

[<αρχ. εγκατοικέω. Η λ. σε σχόλ., τον 11. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες