Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αγιακατερινίτης ο· Αγιοκατερινίτης.
-
- (Προκ. για μοναχό) που ανήκει, που προέρχεται από το μοναστήρι της αγίας Αικατερίνης του Σινά:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 54120).
[<τοπων. Αγιά-Κατερίνα + κατάλ. ‑ίτης]
- (Προκ. για μοναχό) που ανήκει, που προέρχεται από το μοναστήρι της αγίας Αικατερίνης του Σινά: