Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αθηναίος ο· Αθήνιος· Αθηνιός.
-
- Ο κάτοικος της Αθήνας:
- Αθήνιος σοφός Αριστοκλέης (Βίος Αλ. 580).
[αρχ. εθν. Αθηναίος. Ο τ. Αθηνιός στο Somav. (λ. ‑αίος) και σε παροιμ. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος της Αθήνας: