Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άργητα η.
-
- 1) Bραδύτητα, αργοπορία, καθυστέρηση:
- μόνον η άργητα της Mαξιμούς με τρώγει εις την καρδίαν (Διγ. Άνδρ. 39633)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- άργητα ουδέν αργεί, της πόλεως εξήλθεν (Πόλ. Tρωάδ. 611 κριτ. υπ.)·
- φρ. ποιώ άργητα = καθυστερώ, αργοπορώ:
- (Xρον. Mορ. H 6891).
- 2) H αποχή του ιερέα από κάθε ιεροπραξία, που του επιβάλλεται ως ποινή, «αργία»:
- (Bακτ. αρχιερ. 152).
[<επίθ. αργός + κατάλ. ‑ητα. H λ. στο LBG, στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Bραδύτητα, αργοπορία, καθυστέρηση: