Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπειρος, επίθ.· ουδ. άπειρον.
-
- Που δεν έχει πέρας·
- το ουδ. ως επίρρ. = συνεχώς, δίχως τελειωμό:
- υποτρέχειν άπειρον (Aξαγ., Kάρολ. E´ 75).
- το ουδ. ως επίρρ. = συνεχώς, δίχως τελειωμό:
[αρχ. επίθ. άπειρος (<πέρας). H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει πέρας·