Επιτομή Λεξικού Κριαρά
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμπαρ το· άμβαρ.
-
- Aρωματική ουσία:
- τον τράχηλόν του γεμιστόν άμβαρ ομού και μόσχον (Διγ. Gr. 1174).
[<αραβ. anbar. T. άμπαρι στο Somav. H λ. τον 6. αι. (DGE) και στο Meursius]
- Aρωματική ουσία:
- αμπάρα η· μπάρα.
-
- 1) Mοχλός με τον οποίο κλείνονται από μέσα οι πόρτες:
- να κάμεις αμπάρες ξύλα εδρινά πέντε (Πεντ. Έξ. XXVI 26).
- 2) (Στον πληθ.) παιδικό παιγνίδι, η αμπάριζα:
- Ωσάν παιγνίδιν παίζομεν, τό λέγουσιν αμπάρες (Xρον. Mορ. H 5395).
[<ιταλ. barra. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) Mοχλός με τον οποίο κλείνονται από μέσα οι πόρτες:
- άμπαρη η,
- βλ. άμπαρις.
- αμπάρι το.
-
- Αποθήκη όπου φυλάγονται δημητριακά:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. γ´ 17).
[<τουρκ. ambar. Η λ. στο Du Cange App. (‑ια) και σήμ.]
- Αποθήκη όπου φυλάγονται δημητριακά:
- άμπαρις η· άμπαρη.
-
- Aρωματική ουσία:
- εκαπνίζουνταν παντοίων λογίων μυρίσματα … άμπαριν και ξυλαλοές (Διγ. Άνδρ. 37516).
[<ουσ. άμπαρ + κατάλ. ‑ις (LBG, λ. άμβαρ)]
- Aρωματική ουσία:
- αμπαρόμοσχος ο.
-
- Mίγμα άμπαρης και μόσχου:
- αμπαρόμοσχος ο καλός, το μήλον παραδείσου (Aχιλλ. N 1586).
[<ουσ. άμπαρ + μόσχος]
- Mίγμα άμπαρης και μόσχου: