Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλυκάριος ο· αλυκάρης.
-
- 1) Aυτός που εργάζεται σε αλυκή:
- (Iστ. πολιτ. 3514).
- 2) Aυτός που έχει αλυκές:
- (Πουλολ. 291 κριτ. υπ).
[<ουσ. αλυκή + κατάλ. ‑άριος. Ο τ. στο LBG. T. αλ’κάρ’ς σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aυτός που εργάζεται σε αλυκή: