Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀστέρι
2 εγγραφές [1 - 2]
αστέρι το.
  • 1) Άστρο:
    • της νυκτού τ’ αστέρια (Θησ. E´ [291]
    • (σε πληθ. προκ. για τα μάτια):
      • τ’ αγαπημένα αστέρια του προσώπου σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [366]
    • έκφρ. τ’ αστέρι του βοριά = ο πολικός αστέρας:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [26]).
  • 2) Aστερισμός κάτω από τον οποίο γεννιέται κανείς, ζώδιο:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [829]).

[μτγν. ουσ. αστέριον. H λ. και σήμ.]

αστερίσκος ο.
  • (Εκκλ.) λειτουργικό σκεύος σε σχήμα σταυρού:
    • (Hagia Sophia ω 5313-4).

[μτγν. ουσ. αστερίσκος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες