Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀσβεστόκτιστος
1 εγγραφή
ασβεστόκτιστος, επίθ.
  • Που έχει επίχρισμα από ασβέστη:
    • είναι ασβεστόκτιστα πάντα έσω και έξω (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1059).

[<ουσ. ασβέστης + κτίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες