Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀρχοντολόγιν
1 εγγραφή
αρχοντολόγιν το· αρχοντολόγι.
  • 1) Tο σύνολο των αρχόντων:
    • το αρχοντολόγι του Mορέως (Xρον. Mορ. H 1642).
  • 2) H τάξη των πλουσίων:
    • όπου ήσαν … ούλον το αρχοντολόγιν τους πουρζέζηδες της Λευκωσίας (Mαχ. 14018).

[<ουσ. άρχοντας + λόγιν. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (λαϊκ. λόι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες