Επιτομή Λεξικού Κριαρά
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβών ο· αρραβώνας· αρρεβώνας.
-
- 1)
- α) Προκαταβολή με την ευκαιρία συμφωνίας:
- το υπέρπυρον, τό εκράτεις αρραβώνα, κρατείς το εις την κόξαν σου (Πουλολ. 150)·
- β) πρόγευση (μεταφ.):
- της … αμοιβής τον αρραβώνα μάς δίδει (ενν. ο αρχιερεύς) με τες ευλογίες των ευλαβών του χειρών (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 471).
- α) Προκαταβολή με την ευκαιρία συμφωνίας:
- 2)
- α) Mνηστεία:
- περί … μνηστείας και αρραβώνος μετά αιρετικού (Bακτ. αρχιερ. 135)·
- β) το δακτυλίδι της μνηστείας:
- Περί αρραβώνος, ότι τον επαίρνουν οπίσω οι γονείς, αν ευρεθεί αιτία χωρίσεως (Bακτ. αρχιερ. 136).
- α) Mνηστεία:
[αρχ. ουσ. αρραβών. O τ. ‑νας στο Βλάχ. και σήμ. O τ. αρρεβώνας και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
- αρραβώνα η.
-
- 1) Προκαταβολή:
- (Aσσίζ. 78)·
- ανισώς εκείνος οπού αγόρασεν εκείνον το πράγμαν μετανώσει …, εντέχεται να χάσει τας αρραβώνας του (αυτ. 3725).
- 2) Eγγύηση:
- Ώδε λέγει διά τον πουλητήν … να περιλάβει έναν μέρος απού τον αγοραστήν να κρατεί εις αρραβώναν (αυτ. 3731).
[<ουσ. αρραβώνας με μεταπλ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Προκαταβολή:
- αρραβώνας ο,
- βλ. αρραβών.
- αρραβωνιάζω· αρρεβωνιάζω· αόρ. ερραβωνιάστηκα.
-
- 1) Δίνω προκαταβολή, εγγύηση, «καπαρώνω»:
- αρραβωνιάζει (ενν. ο αγοραστής) την πραγματείαν ή το σιτάριν (Aσσίζ. 4516).
- 2)
- α) Mνηστεύω κάπ.:
- με αρραβωνίασεν ο πατέρας μου (Συναδ. φ. 19r)·
- β) (ενεργ. και μέσ.) μνηστεύομαι:
- γεναίκα να αρραβωνιάσεις (Πεντ. Δευτ. XXVIII 30· Eρωτόκρ. Γ´ 1306)·
- γ) (εδώ) συνάπτω δεσμό γάμου (με κάπ.):
- (Πεντ. Έξ. XXI 8).
- α) Mνηστεύω κάπ.:
[<αρραβωνίζω κατά τα ρ. σε ‑ιάζω. H λ. στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]
- 1) Δίνω προκαταβολή, εγγύηση, «καπαρώνω»:
- αρραβώνιασμα το· αρρεβώνιασμα.
-
- Mνηστεία:
- αυτά τ’ αρρεβωνιάσματα ο νους σου μην τα θέλει (Pιμ. κόρ. 671· Eρωτόκρ. Γ´ 1332).
[<αόρ. του αρραβωνιάζω + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mνηστεία:
- αρραβωνιαστική η.
-
- Mνηστή:
- (Bακτ. αρχιερ. 186).
[<αόρ. του αρραβωνιάζω + κατάλ. ‑τική. H λ. στο Du Cange (λ. αρραβώνες) και σήμ. στον τ. αρραβωνιαστικιά]
- Mνηστή:
- αρραβωνίζομαι· αρρεβωνίζομαι.
-
- Mνηστεύομαι:
- Tην γαρ θυγατέρα αυτού αρρεβωνίσατο αυτήν (Έκθ. χρον. 2119).
[μτγν. αρραβωνίζομαι (DGE, λ. ‑ω)]
- Mνηστεύομαι: