Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀργοπορία
1 εγγραφή
αργοπορία η.
  • Kαθυστέρηση:
    • (Xριστ. διδασκ. 141).

[<αργοπορώ + κατάλ. ία. H λ. το 12. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες