Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραβιτικός, επίθ.· αραβίτικος.
-
- Που προέρχεται από την Aραβία:
- κοντάριον αραβιτικόν (Διγ. Z 3642).
[<εθν. Aραβίτης + κατάλ. ‑ικός]
- Που προέρχεται από την Aραβία:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<εθν. Aραβίτης + κατάλ. ‑ικός]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |