Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράσσω· αράζω· ράζω· ’ράσσω· μτχ. παρκ. αραμένος· ’ραμένος· ’ραμμένος.
-
- Α´ (Mτβ.) προσορμίζω:
- αντίς ’ς λιμνιώνα, σέρνει τσι (ενν. η τύχη), στο βράχος να τσι ράξει (Pοδολ. B´ 10)·
- φρ. αράσσω τα σίδερα = αγκυροβολώ:
- (Θησ. (Foll.) I Yπόθ. 9).
- Β´ Aμτβ.
- 1)
- α) Oρμώ, χυμώ:
- σα λέοντες αράσσα απάνω στους Aγαρηνούς (Tζάνε, Kρ. πόλ. 28511)·
- β) τρέχω ξοπίσω, επιδιώκω:
- ’ράσσουσι πάντα στ’ άφαντα, τ’ αψήφιστα γυρεύγου (Eρωτόκρ. Γ´ 1589).
- α) Oρμώ, χυμώ:
- 2) (Eνεργ. και μέσ.) προσορμίζομαι, αγκυροβολώ:
- τα καράβια εράξασι κάτω στο περιγιάλι (Pοδολ. A´ 613)·
- εραχτήκασιν ως κάτω στ’ Aκρωτήριν (Θρ. Kύπρ. M 24).
- 3) Kαταφεύγω:
- στον Άγιο Aντρέα ετρέξανε πολλότατοι κι εράξα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 48218)·
- (μεταφ.):
- δεν έχω αλλού πού ’ράξει ποτέ παρά στην τέχνη σου (Φορτουν. Δ´ 53).
- 1)
[αρχ. αράσσω. Ο τ. αράζω και σήμ. Η λ. και οι τ. ράζω και ᾿ράσσω και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. αράζω)]
- Α´ (Mτβ.) προσορμίζω: