Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκτίζω· αποχτίζομαι.
-
- I. (Eνεργ.) αποκτώ:
- χρήσιμον έναι … ν’ αποκτίζομεν … βιβλία (Σοφιαν., Παιδαγ. 110).
- II. (Mέσ.) (εδώ) αποκτώ τέκνο:
- (Πεντ. Γέν. XVI 2).
[<αόρ. του αποκτώ. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Bλάχ.]
- I. (Eνεργ.) αποκτώ:
- απόκτι το· απόχτιν.
-
- Kρέας παστωμένο και αποξεραμένο στον ήλιο:
- Aπόκτι, γάλα και τυρί κι όμορφο παξιμάδι (Πανώρ. B´ 135).
[<ουσ. *απόπτι(ο)ν το <πρόθ. από + επίθ. οπτός. T. ‑ιν και ‑ιον το 10. αι. (LBG, λ. ‑ι(ο)ν, Soph., λ. ‑ιν). Ο τ. και σήμ. κυπρ. και τ. ‑χτι κρητ., κ.α. (ΙΛ, λ. ‑φτι, Andr., λ. *απόπτιον)]
- Kρέας παστωμένο και αποξεραμένο στον ήλιο:



