Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀποφθέγγομαι
1 εγγραφή
αποφθέγγομαι.
  • Mιλώ με παρρησία, λέω φανερά τη γνώμη μου:
    • (Διήγ. παιδ. 123).

[μτγν. αποφθέγγομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες