Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπορρήτως
1 εγγραφή
απορρήτως, επίρρ.
  • Mε τρόπο θαυμαστό, «μυστικό»:
    • (Διγ. Gr. 751).

[μτγν. επίρρ. απορρήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες