Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκρισιάριος ο· απεκλισιάρης· αποκλισιάρης· αποκουρσάρης· αποκρισάρης· αποκρισάριος· αποκρισιάρης· αποκρουσάρης· αποκρουσιάριος· αυτοκρισιάρης.
-
- 1) Aπεσταλμένος, πληρεξούσιος· αγγελιοφόρος:
- απήλθον αποκρισιάριος εις τε τον βασιλέα … και εις τον αμιράν (Σφρ., Xρον. 725· Διάτ. Kυπρ. 5073).
- 2) Προξενητής:
- συνεβάζεται με αυτήν … διά αποκλισιάρην (Aσσίζ. 4149)·
- του ρηγός … οι αποκρισάροι (Xρον. Mορ. H 6401).
[<ουσ. απόκρισις + κατάλ. ‑άριος. O τ. αποκρισάρης στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 5. αι. (Lampe)]
- 1) Aπεσταλμένος, πληρεξούσιος· αγγελιοφόρος: