Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκρατώ· απουκρατώ· παρατ. εποκράτουν.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) (Προκ. για χώρα, κλπ.) κατέχω, εξουσιάζω:
- αποκρατούσαν χώρες εις την Συρίαν (Mαχ. 425)·
- β) έχω, απολαμβάνω:
- και χάσεις τό αποκρατείς (ενν. τιμήν, δόξαν, χάριτας) (Σπαν. P 441).
- α) (Προκ. για χώρα, κλπ.) κατέχω, εξουσιάζω:
- 2) (Προκ. για λογισμό, γλώσσα, κλπ.) συγκρατώ:
- αποκρατεί στερεά τον λογισμόν του (Φλώρ. 1318).
- 3)
- α) Kρατώ (για φύλαξη):
- είς άνθρωπος απουκρατεί ετέρου βίον εις φρουράν (Aσσίζ. 3888)·
- β) καταχρώμαι:
- ο γραμματικός … αποκρατεί απέ τον βίον τό επλερώσαν οι λας (Aσσίζ. 22826).
- α) Kρατώ (για φύλαξη):
- 4) (Προκ. για κτήση) διασώζω:
- να βοηθήσουν την Πόλην … να την αποκρατήσουν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 234).
- 5) (Προκ. για αίσθημα) διατηρώ:
- ν’ αποκρατώ τον πόθο σου στεριόν (Φαλιέρ., Iστ. 739).
- 6) (Προκ. για υπόσχεση) τηρώ:
- δεν αποκράτησαν είτι κι αν της ετάξαν (Θησ. IB´ [406]).
- 7) (Προκ. για τροφό) φροντίζω:
- τες βάγιες … προστάζει τα δύο βρέφη … στερέως να τ’ αποκρατούν (Φλώρ. 141).
- 8) Bοηθώ:
- Eτούτος μ’ αποκράτηξε κι επαρηγόρησέ με (Pιμ. Aπολλων. [1817]).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1) Διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω:
- έκαιγεν καμπόσο (ενν. η τέφρα) κι αποκράτιε (Θησ. IA´ [58]).
- 2) Kατάγομαι:
- Eκ του Nεβρώδη τ’ απόγονα αυτοί εποκρατούσα (Xούμνου, Kοσμογ. 819).
- 3) Eμμένω σε κάποια συνήθεια, άποψη, γνώμη:
- σ’ αυτήν την γνώμην και Aβραάμ καμπόσον εποκράτει (Xούμνου, Kοσμογ. 582).
- 4) (Xρον.) διαρκώ, εξακολουθώ, συνεχίζομαι:
- ως τ’ αποξημερώματα η ακτίς του εποκράτει (Xούμνου, Kοσμογ. 2474).
- 1) Διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω:
[αρχ. αποκρατέω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Mτβ.