Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀποκουντουρίζω
1 εγγραφή
αποκουντουρίζω.
  • I. (Eνεργ.) αφαιρώ, κόβω την ουρά, κάνω κ. «κούντουρο», ελλιπές·
    • (εδώ) απομακρύνομαι (με περιφρόνηση):
      • απήτις φα και γλύψει σε (ενν. η πολιτική), τότ’ αποκουντουρίζει (Σαχλ. A´ PM 246).
  • II. Mέσ.
    • 1) Στενοχωρούμαι:
      • Σηκώνονται εκ το ταβλίν (ενν. οι αζαριστάδες) αποκουντουρισμένοι (Σαχλ. N 192).
    • 2) Θυμώνω:
      • (Πιστ. βοσκ. IV 1, 66 (έκδ. οπού κουντουρισμένος)).

[<πρόθ. από + κουντουρίζω (Πιτυκ.). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες