Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκουντουρίδα η.
-
- Aπομάκρυνση (από συντροφιά) (με θυμό)· ενέργεια από πείσμα· περιφρονητική, προσβλητική χειρονομία ή κίνηση:
- (Πανώρ. B´ 36).
[<αποκουντουρίζω + κατάλ. ‑ίδα. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Aπομάκρυνση (από συντροφιά) (με θυμό)· ενέργεια από πείσμα· περιφρονητική, προσβλητική χειρονομία ή κίνηση: