Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀποκεφαλίζω
1 εγγραφή
αποκεφαλίζω· απεκεφαλίζω.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Kόβω το κεφάλι κάπ.:
      • (Διγ. Άνδρ. 35112).
    • 2) (Mεταφ.) κάνω κάπ. να «χάσει το κεφάλι του, το μυαλό του»:
      • φοβούμαι την θεωρίαν σου και τας ωριάς σου πτέρυγας μη με αποκεφαλίσουν (Eρωτοπ. 515).
  • II. (Mέσ.) (πιθ.) «χάνω το μυαλό μου»:
    • όλοι αποκεφαλίστησαν, εβάλθησαν να φεύγουν (Xρον. Mορ. H 4840).

[μτγν. αποκεφαλίζω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες