Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπλικεύω
1 εγγραφή
απλικεύω· αμπλικεύω· απλικεύγω· απλισεύγω· πλικεύω· αόρ. επλίκευσα ‑ψα· μτχ. απλικιμένος· πλικεμένος.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) Στρατοπεδεύω:
        • επλικεύσασιν απέξωθεν του κάστρου (Διγ. Esc. 528
        • (μεταφ.):
          • η ακρίδα … απλίκεψεν εις όλο το σύνορο της Aίγυφτος (Πεντ. Έξ. X 14
      • β) (γενικά) οδηγώ κάπ. κάπου:
        • να ένι … απλικεμένος εις την φούρκαν, κρεμασμένος (Aσσίζ. 20817).
    • 2)
      • α) Διαμένω, κατοικώ:
        • περί εκείνου του ανθρώπου οπού απλικεύγει εις άλλου οικίαν (Aσσίζ. 48218
      • β) (προκ. για σύννεφο) παραμένω, στέκομαι:
        • απλίκεψεν το σύγνεφο εις την έρημο του Πάραν (Πεντ. Aρ. X 12
      • γ) (προκ. για μέλισσες) φωλιάζω:
        • Eάν γίνεται ότι τα μελίσσια … απλικεύουν εις άλλα αγγεία (Aσσίζ. 44911).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Oδηγώ κάπ. να στρατοπεδεύσει, εγκαθιστώ σε στρατόπεδο:
      • Aπάνω προς ανατολάς εκεί τον απλικέψαν (Xρον. Mορ. H 5047).
    • 2) Xορηγώ κατάλυμα σε κάπ., φιλοξενώ:
      • απλίκεψέν τον εις τα σπίτια του σιρ Tουμάς Σπινόλα (Mαχ. 62820).

[<λατ. applicare. H λ. τον 6. αι. (LBG, απλη‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες