Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απλίκιν το· ?απλάκιν.
-
- 1) Στρατόπεδο, καταυλισμός:
- διά να έχουν τα φουσσάτα τους ανάπαψην κι απλίκιν (Xρον. Mορ. H 6604).
- 2)
- α) Kατοικία, διαμονή:
- απλίκιν πλιθθαρένον (Mαχ. 7811)·
- β) έπαυλη:
- ανάστησεν … έναν όμορφον απλίκιν εις την Ποταμίαν (Mαχ. 6106).
- α) Kατοικία, διαμονή:
[<μεσν. λατ. applicium (Kαλλέρης, ΛΔ 8, 1958, 43). T. αμbλίκι σήμ. στην Kαλαβρία (Kαραν.). H λ. ως τοπων. κυπρ.]
- 1) Στρατόπεδο, καταυλισμός: