Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπεψία
1 εγγραφή
απεψία η· απεμψία.
  • Δυσπεψία:
    • κουμφέτο εις απεμψία στομάχου (Iατροσ. κώδ. ͵αλβ´).

[αρχ. ουσ. απεψία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες