Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανωράς, επίρρ.
-
- Nωρίς, εγκαίρως:
- (Mαχ. 26417).
[<επίρρ. ανώρας, σήμ. κυπρ. <αρχ. έκφρ. εν ώρᾳ (Χατζ., Λεξ., λ. ανώ‑)· πβ. ιδιωμ. ανώρως (Andr., λ. ένωρος) και τηνωράς (Dawkins, Μαχ. Β´, σ. 237)]
- Nωρίς, εγκαίρως: