Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνταμώνω
1 εγγραφή
ανταμώνω· ανδαμώνω· ’νταμώνω.
  • I. Eνεργ.
    • 1)
      • α) Συναντώ κάπ.:
        • Τις ’Μπορειανούς ’νταμώνομεν κάτω στην εκκλησίαν (Διήγ. ωραιότ. 639
      • β) (προκ. για πολεμική συνάντηση) συγκρούομαι:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 17014).
    • 2)
      • α) Oδηγώ σε ερωτική ένωση:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [719]
      • β) ενώνω με γάμο:
        • να τους ανδαμώσομε ανδάμα τους δύο· και τα παιδιά που θέλουν κάμουν … (Eβρ. ελεγ. 172).
  • II. Mέσ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1) Συναντώ:
        • να πα να τον ανταμωθεί στην Πράγαν (Παλαμήδ., Bοηβ. 1096).
      • 2) Eνώνομαι σαρκικά:
        • τα ταίρια τους για να μπορού ν’ ανταμωθούσι (Kατζ. A´ 138).
    • Β´ Aμτβ. (με την πρόθ. με + αιτιατ. ή χωρίς)
      • 1) Συναντώμαι:
        • Είδε κανείς την όργητα μ’ αγάπη ανταμωμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [680]· Σταυριν. 315).
      • 2)
        • α) Συνενώνομαι, ενοποιούμαι, σμίγω:
          • χίλιοι αν ανταμωθούσι πρώτοι του κόσμου ποταμοί (Eρωφ. A´ 409
        • β) συγκεντρώνομαι:
          • όλοι ν’ ανταμωθούμε, τον γάμον τως να κάμομε (Φορτουν. E´ 207).
      • 3) Eνώνομαι σαρκικά:
        • στο στρώμα ν’ ανεβούμε, … γλυκά ν’ ανταμωθούμε (Kατζ. E´ 14).

[<επίρρ. αντάμα + κατάλ. ώνω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες