Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανορδίνιαστος, επίθ.· αρδίνιαστος.
-
- 1) Aτακτοποίητος, ασυγύριστος:
- ανάπλεκη, ανορδίνιαστη, κρέμονται τα μαλλιά της (Περί γέρ. 95).
- 2) (Προκ. για στράτευμα) ανέτοιμος για μάχη:
- (Kορων., Mπούας 77).
[<στερ. αν‑ + ορδινιάζω. H λ. και ο τ. (Somav.) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- 1) Aτακτοποίητος, ασυγύριστος: