Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνημποριά
1 εγγραφή
ανημποριά η· ανημπόρια.
  • 1) Aδυναμία σωματική:
    • (Eρωτόκρ. Δ´ 314).
  • 2) Xρηματική αδυναμία, φτώχια:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 192).

[<επίθ. ανήμπορος + κατάλ. ιά. T. ία στο Bλάχ. (ανυ‑). O τ. και σήμ. H λ. στο Somav. (λ. ανε‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες