Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνενοχλησία
1 εγγραφή
ανενοχλησία η.
  • Kατάσταση χωρίς ενοχλήσεις ή ταραχές, ηρεμία:
    • (Διγ. Z 4191).

[<στερ. αν‑ + ουσ. ενόχλησις. H λ. τον 4. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες