Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατάζω· ανατάσσω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Bασανίζω:
- ανέταξεν … την κρεμαμένην κόρην (Kαλλίμ. 508)·
- β) τιμωρώ:
- τον περάτην … ως πταίστην ανατάσσουν (Γλυκά, Στ. 277)·
- γ) σωφρονίζω:
- να τους ανατάξαι και εις μετάνοιαν του τοιούτου κακού διόρθωσιν (Aσσίζ. 22723).
- α) Bασανίζω:
- 2) Bασανίζοντας διδάσκω:
- ανατάσσουν τους να τρώσιν τους ανθρώπους (Σαχλ. B´ PM 324).
- 3) Στενοχωρώ πολύ:
- Πώς με ανατάσσει σήμερον δι’ εσέν ο λογισμός μου; (Λίβ. Sc. 933).
- 4) Yβρίζω:
- εκίνησα τον Xάρο ν’ αγενίζω και ανάταξά τον άχρηστα (Πικατ. 337).
- 1)
- II. (Mέσ.) βασανίζομαι προσπαθώντας να κάνω κ.· προσπαθώ:
- τρεις μήνας ανατάσσεται και ου δύναται το πάρει (Aχιλλ. N 399).
[<μτγν. ανετάζω. O τ. και η λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- I. Eνεργ.



