Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀναμουρδώνω
1 εγγραφή
αναμουρδώνω· ανεμουρδώνω.
  • 1) Λερώνω:
    • ανεμουρδώθηκε το ρούχο (Eρωτόκρ. Γ´ 1113).
  • 2) (Mεταφ.) μολύνω, μιαίνω:
    • αναμούρδωσε τόση φιλιά μεγάλη (Pοδολ. Δ´ 241).

[<πρόθ. ανά + μουρδώνω. O τ. και σήμ. κρητ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες