Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακούρκουδα, επίρρ.
-
- Σε κάθισμα βαθύ, δηλ. πάνω στις φτέρνες με λυγισμένα γόνατα:
- (Συναξ. γαδ. 298).
[αβέβ. ετυμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Σε κάθισμα βαθύ, δηλ. πάνω στις φτέρνες με λυγισμένα γόνατα:



