Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνάλατος
1 εγγραφή
ανάλατος, επίθ.
  • 1) Που δεν είναι αλατισμένος, ανάλατος:
    • κυάμους … αναλάτους (Προδρ. IV 335).
  • 2) (Προκ. για άνθρωπο) «άνοστος», άχαρος, ασυμπαθής:
    • (Στάθ. Γ´ 381).

[<στερ. αν‑ + ουσ. αλάτι. H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες