Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀμόργη
1 εγγραφή
αμόργη η· αρμόγη.
  • Κατακάθι, μούργα:
    • αρμόγην ελαίου (Ιατροσόφ. 5616).

[αρχ. ουσ. αμόργη. Πβ. Andr.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες