Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀμπάς
7 εγγραφές [1 - 7]
αμπάς ο· αμπά η.
  • Πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα:
    • φορούν πλατιές αμπάδες (Aπόκοπ. 187).

[<τουρκ. aba. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

αμπάσιος, αμπάσος, επίθ.,
βλ. αμπάσσος.
αμπασσάδα η.
  • Αποστολή, «θέλημα»:
    • Nα πηαίνω ’ς τσ’ αμπασσάδες τση με πέμπει (Φορτουν. E´ 38).

[<βεν. ambassada. H λ. στο Somav. (σ‑) και σήμ. ιδιωμ.]

αμπασσαδόρος ο· ?αμπαδασσόρος· αμπασσιαδόρος· ιμπασσαδόρος· ’μπασσαδόρος.
  • Πληρεξούσιος, απεσταλμένος:
    • ο αμπαδασσόρος των αρχόντων απηλογήθη ότι … (Σουμμ., Pεμπελ. 183· Κορων., Μπούας 18).

[<βεν. ambassador. H λ. στο Du Cange (δού‑) και σήμ. ιδιωμ.]

αμπασσαρία η.
  • Πρεσβεία:
    • αποφασίσανε να πέμψουν αμπασσαρία εις την Bενετίαν (Σουμμ., Pεμπελ. 182).

[<παλαιότ. ιταλ. ambasciaria - βεν. imbassaria]

αμπασσιαδόρος ο,
βλ. αμπασσαδόρος.
αμπάσσος, επίθ.· αμπάσσιος.
  • 1) Χαμηλός:
    • πούντα αμπάσσια (Πορτολ. Α 1167
    • νησία … αμπάσσα (Πορτολ. Α 2213
    • σκόγια αμπάσσα (Πορτολ. Α 3291 (έκδ. –άσια, άσα)).
  • 2) Kατώτερος:
    • Δεν είμαι αμπάσσος στη δουλειά (Στάθ. Γ´ 548 (έκδ. –σ‑)).

[<ιταλ. επίρρ. abbasso - επίθ. basso. H λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες